- λογαριάζω
- (AM λογαριάζω) [λογάρι]υπολογίζω, αριθμώ, μετρώ, κάνω αριθμητικές πράξεις (α. «λογάριασα τα έξοδα τού μήνα» β. «λογαριάζω τις μέρες τής άδειάς μου»)νεοελλ.1. περιλαμβάνω κάτι σε κάποιο λογαριασμό, συνυπολογίζω («λογάριασες και τα έξοδα τού αυτοκινήτου;»)2. σκέπτομαι, μελετώ, έχω στον νου μου («τό λογαριάζει να δεχθεί την πρόταση συνεργασίας»)3. λαμβάνω υπ' όψιν μου ή εκτιμώ κάποιον («κάνεις ό,τι θέλεις χωρίς να μέ λογαριάζεις»)4. δίνω σημασία, βαρύτητα ή αξία σε κάτι («μη λογαριάζεις τί λέει ο ένας κι ο άλλος»)5. μέσ. λογαριάζομαι α) τακτοποιώ τις εκκρεμότητές μου, ξεκαθαρίζω τις δοσοληψίες μου με κάποιονβ. φρ. «θα λογαριαστούμε» — θα σού ανταποδώσω αυτό που μού έκανες, θα εκδικηθώ6. φρ. «λογαριάζω χωρίς τον ξενοδόχο» — κάνω σχέδια χωρίς τη συμμετοχή τού άμεσα ενδιαφερόμενου προσώπου7. παροιμ. «αν ελογάριαζε ο λύκος τ' αχνάρια του, έπεφτε κι εψόφαγε» — λέγεται για τους διστακτικούς και άτολμουςνεοελλ.-μσν.1. σχεδιάζω, σκοπεύω («λογαριάζουμε να παντρευτούμε σε δύο μήνες»)2. νομίζω, θεωρώ («τόν λογαριάζουνε για πλούσιο»)3. αφηγούμαι, περιγράφω κάτι4. αναφέρω, κατονομάζω κάποιον5. προορίζω κάποιον για κάτι6. έχω σημασία, υπολογίζομαι7. προσδοκώ, περιμένωμσν.μιλώ, λέγω, συζητώ, συνομιλώ.
Dictionary of Greek. 2013.